στασιαστικόν

στασιαστικόν
στασιαστικός
seditious
masc acc sg
στασιαστικός
seditious
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στασιαστικός — ή, ό / στασιαστικός, ή, όν, ΝΜΑ [στασιάζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στασιαστή, αυτός που προκαλεί στασιασμό (α. «στασιαστική συγκέντρωση» β. «οὐκ ὄντας πολιτικοὺς ἀλλὰ στασιαστικούς», Πλάτ. γ. «πράττειν οὐδὲν στασιαστικόν», Πλούτ.).… …   Dictionary of Greek

  • ՍՏԱՀԱԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0741 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 7c գ. ἁταξία inordinatio, confusio στάσις, τὸ στασιαστικόν seditio, factio. Անկարգութիւն. խեռութիւն. հեստութիւն. անսաստութիւն. ապստամբութիւն. խռովութիւն. *Ստահակութեամբ գնան: Զմտաւ ածէր… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”